Σε στενή ανατομική σχέση με το θυρεοειδή αδένα βρίσκονται και οι παραθυρεοειδείς αδένες. Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι συνήθως τέσσερεις και γειτνιάζουν συχνότερα με την οπίσθια επιφάνεια του θυρεοειδούς. Παρουσιάζονται αρκετές ανατομικές παραλλαγές, τόσο σε σχέση με τον αριθμό τους, όσο και με την εντόπισή τους. Μπορούν να διακριθούν από τη διαφορετική χροιά που έχουν σε σχέση με το γειτονικό παρέγχυμα του θυρεοειδούς. Οι παραθυρεοειδείς αδένες εκκρίνουν την παραθορμόνη (PTH), μια πεπτιδική ορμόνη, που συμμετέχει στο μεταβολισμό του ασβεστίου μαζί με την καλσιτονίνη και τη βιταμίνη D.
Υπερπαραθυρεοειδισμός
Είναι η πάθηση, κατά την οποία παράγεται στο σώμα μας παραθορμόνη σε ποσότητα περισσότερη από το φυσιολογικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων ασβεστίου και τη μείωση των επιπέδων φωσφόρου, αλλαγές που οδηγούν σε πολλά προβλήματα υγείας στους μυς, τους νεφρούς, τα οστά, τα δόντια, το νευρικό σύστημα, κ.α. Υπάρχουν τρεις τύποι υπερπαραθυρεοειδισμού: ο πρωτοπαθής, ο δευτεροπαθής, και ο τριτοπαθής.
- Ο πρωτοπαθής οφείλεται πιο συχνά σε ένα καλοήθες αδένωμα, ενώ πιο σπάνια σε αύξηση μεγέθους των παραθυρεοειδών αδένων (υπερπλασία). Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις οφείλεται σε καρκίνο σε κάποιον από τους αυτούς τους αδένες, καταστάσεις κατά τις οποίες έχουμε αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης. Ο καρκίνος των παραθυρεοειδών είναι μία πολύ σπάνια κατάσταση και αφορά λιγότερο του 1% των ασθενών που έχουν πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και λιγότερο του 0.005% όλων των καρκίνων.
- Ο δευτεροπαθής είναι πιο σπάνιος και η αυξημένη παραγωγή παραθορμόνης οφείλεται σε κάποιο άλλο πρόβλημα υγείας, όπως νεφρική ανεπάρκεια και προβλήματα δυσαπορρόφησης που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια της βιταμίνης D.
- Ο τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός είναι σπάνιος. Εμφανίζεται σε κάποιους ασθενείς με δευτεροπαθή υπεπαραθυρεοειδισμό, οι οποίοι μπορεί μετά από χρόνια να αναπτύξουν αυτόνομους στη λειτουργία τους υπερπλαστικούς αδένες, δηλαδή αδένες που δεν υπακούουν στο φυσιολογικό μηχανισμό ρύθμισης και υπερλειτουργούν ανεξάρτητα της τιμής του ασβεστίου.
Διάγνωση υπερπαραθυρεοειδισμού
Η διάγνωση και ο έλεγχος του υπερπαραθυρεοειδισμού περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Αιματολογικός έλεγχος για ασβέστιο και παραθορμόνη
- Ακτινολογικός έλεγχος, όπως ακτινογραφία νεφρών, ουρητήρων, κύστης για τον έλεγχο νεφρολιθίασης
- Μέτρηση οστικής πυκνότητας
- Η εντόπιση παθολογικών παραθυρεοειδών αδένων γίνεται με:
- Υπερηχογράφημα
- Σπινθηρογράφημα με sestamibi (ο ασθενής λαμβάνει μια πολύ μικρή ποσότητα μιας ραδιενεργούς ουσίας, η οποία απορροφάται μόνο από τον υπερλειτουργούντα παραθυρεοειδή αδένα και μας βοηθά στον εντοπισμό του). Το σπινθηρογράφημα πρέπει παντα να συμπεριλαμβάνει και τον θώρακα, λόγω τόυ συχνού εντοπισμού εκτόπου παραθυρεοειδούς ή και 5ου παραθυρειειδούς αδένος στον θύμο αδένα ή στο μεσοθωράκιο.
Συμπτώματα υπερπαραθυρεοειδισμού
Οι περισσότεροι ασθενείς δεν παρουσιάζουν εμφανή συμπτώματα. Κάποιοι μπορεί να παραπονεθούν για αδυναμία, κόπωση και ακαθόριστο πόνο.
Με το χρόνο μπορεί να αναπτυχθούν τα ακόλουθα: νεφρολιθίαση, κοιλιακό άλγος, δίψα, απώλεια όρεξης, ναυτία, εμετοί, οστεοπόρωση, κατάγματα οστών, διαταραχές μνήμης, σύγχυση και μυϊκή αδυναμία.
Η αυξημένη ποσότητα παραθορμόνης που κυκλοφορεί στο σώμα μας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως:
- Οστεοπόρωση: όσο πιο πολύ παραθορμόνη παράγεται τόσο περισσότερο ασβέστιο χάνουν τα οστά, με αποτέλεσμα να γίνονται αδύναμα, εύθραυστα, με αυξημένη πιθανότητα καταγμάτων.
- Νεφρολιθίαση: ο οργανισμός προσπαθεί αποβάλει το επιπλέον ασβέστιο με τα ούρα με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος για δημιουργία νεφρολιθίασης.
- Πεπτικό έλκος: τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου διεγείρουν την έκκριση υδροχλωρικού οξέος.
- Αρτηριακή υπέρταση: αυξημένος κίνδυνος για αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια πιθανόν λόγω αγγειοσύσπασης και βλάβης των νεφρών.
- Ψυχολογικές διαταραχές: κατάθλιψη, αλλαγή συμπεριφοράς, συναισθηματική αστάθεια κ.α.
Θεραπεία υπερπαραθυρεοειδισμού
Η θεραπεία είναι χειρουργική, βασιζόμενη στις αρχές χειρουργικής του θυρεοειδούς, με ανατομική προσπέλαση μικρή τομή “χαμόγελου” στον λαιμό. Αποσκοπεί στον εντοπισμό και αφαίρεση του πάσχοντος ή των πασχόντων παραθυρεοειδών αδένων, και στην διατήρηση τουλάχιστον του 1/4 αδένος με αυτομεταμόσχευση στο αντιβράχιο.
Πρέπει παντα να επιτελείται ταχεία “βιοψική” αναγνωριση του αφαιρεθέντος ιστού προς πιστοποίηση ότι πρόκειται για παραθυρεοειδή αδένα, και αν συνυπάρχει παθολογία απο τον θυρεοειδή αδένα, θα πρέπει να γίνεται και θυρεοειδεκτομή.
Ανατομία θυρειοειδούς – παραθυρεοειδών
Sestimibi αναδεικνύει παραθυροειδή όγκο στο μεσοθωράκιο!
Υπερηχογράφημα – doppler παραθυροειδών (αναδεικνύει αδένωμα)!